Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Λίγα λόγια για τον Χρίστο Τσολάκη


Γράφει η Αιμιλία Πανταζή από το  ιστολόγιο  einai2030.gr


Στη σχολική εφημερίδα «Μαθητικές αναζητήσεις» που έκαναν οι μαθητές της Πιερίας – αναφέρουν όσοι τον γνώρισαν:

«Ο Χρίστος Τσολάκης γεννήθηκε το 1935 στο  χωριό Μόρνα (Σκοτεινά) της ορεινής Πιερίας .Τον πατέρα του τον έλεγαν Λουκά, τη μητέρα του Σοφία και έχει άλλα δύο αδέλφια. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος στη Μόρνα και η μητέρα του ασχολούνταν με τα οικιακά. Πολλοί από μας περάσαμε μαζί τα παιδικά μας χρόνια και ήμασταν αγαπημένοι φίλοι. Ο Χρίστος ήταν ένα έξυπνο και καλό παιδί, με πολλές γνώσεις και ανησυχίες.

Είμαστε περήφανοι που ήταν φίλος και συμμαθητής μας ένας από τους πιο σπουδαίους ανθρώπους, από τους πιο γνωστούς καθηγητές στην Ελλάδα. Ο Χρίστος Τσολάκης είναι ο αγαπημένος μας συντοπίτης, ο δικός μας άνθρωπος, πάντα απλός και καταδεκτικός». 

Ο ίδιος σε μια εισήγησή του με θέμα «Η γλώσσα & η διδασκαλία της» που παρουσιάστηκε σε ημερίδα της ΔΟΕ στη ΔΡΑΜΑ στις 30.03.2009 με θέμα «Γλώσσα & γλωσική διδασκαλία στην εποχή της παγκοσμιοπίησης» αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Δεν γίνεται κανείς δάσκαλος απομνημονεύοντας θεωρίες περί διδασκαλίας. Όπως δεν γίνεται χειρούργος αποστηθίζοντας θεωρίες περί χειρουργικής. Ο χειρούργος γίνεται στο νοσοκομείο με τη χειρουργική πρακτική. Κι ο δάσκαλος στο σχολείομε τη διδακτική πρακτική. Οι μεθοδολογικές και διδακτικολογικές και παιδολογικές θεωρίες στρέφονται γύρω από τη διδασκαλία. Δάσκαλο σε κάνει η διδακτική πράξη, φτάνει να τη θελήσεις και να της δοθείς ψυχή τε και σώματι. Αν δεν της παραδοθείς άνευ όρων,  δάσκαλος δεν γίνεσαι, κι ας διδάσκεις εκατό χρόνια.» 

«Θεμελιακός συντελεστής, λοιπόν, της διδασκαλίας η παιδεία του δασκάλου. Όταν
μηδενίζεται ή μειώνεται αυτός ο συντελεστής, μηδενίζεται ή μειώνεται αντίστοιχα και η
διδασκαλία.»

Ποιος ο στόχος της εκπαίδευσης;






«Σκοπός της διδασκαλίας δεν είναι να καταστήσει τον μαθητή μικρόν επιστήμονα, αλλά να τον συνδράμει να γίνει ελεύθερος άνθρωπος.»






Η φύση και τα πλάσματά της αποτελούν πηγές διδασκαλίας...

«Όμως ο ελέφαντας δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει την προβοσκίδα του στην
έρημο ούτε η μέλισσα εκεί θα κάνει το μέλι ούτε η μηλιά θα δώσει μήλα ούτε η
τριανταφυλλιά τριαντάφυλλα. Είναι ανάγκη να βρεθούν στον φυσικό τους χώρο, όπου θα
αφθονούν τα δέντρα, τα νερά, τα λουλούδια με το νέκταρ και τη γύρη, το καρπερό χώμα. 
Έτσι και με τη γλώσσα και τη γλωσσική διδασκαλίၠδεν ανθίζουν και δεν προσφέρουν
καρπούς, αν σχολείο και δάσκαλος δεν δημιουργήσουν τις επικοινωνιακές συνθήκες, οι
οποίες τρέφουν / τροφοδοτούν τον λόγο και ευοδώνεται η διδασκαλία του.»

Κι ο δάσκαλος πετά χωρίς αλεξίπτωτο;

«Ο δάσκαλος διακατέχεται πάντα από την αγωνία της διδασκαλίας, όπως ο καλλιτέχνης έχει την αγωνία της τελευταίας του δημιουργίας, έστω και αν την έχει επαναλάβει κατά το παρελθόν και μάλιστα με επιτυχία. Μοίρα ατομική του δασκάλου η διδασκαλία. 
Δεν έχει, λοιπόν, καμιά ασφάλεια ο δάσκαλος; Όχι, απόλυτη ασφάλεια δεν έχει όπως
δεν έχει απόλυτη ασφάλεια ο πολεμιστής την ώρα της μάχης ή και ο καλλιτέχνης την ώρα
της δημιουργίας. Και τούτο διότι δεν υπάρχει σταθερό, στη διδασκαλίၠυπάρχει
μεταβαλλόμενο γίγνεσθαι, όπου η κάθε στιγμή μπορεί να προκύψει διαφορετική από την
άλλη, οι νέες καταστάσεις δημιουργίας υπαγορεύουν νέες απρόβλεπτες συμπεριφορές
δασκάλου και μαθητών.»

Tελειώνει την εισήγησή του με το «γλωσσικής διδασκαλίας επιμύθιο»:


«Θα ήταν πολύ ευεργετικό για τα παιδιά των χαμηλότερων ιδιαίτερα κοινωνικών
τάξεων να βρίσκονται από τα δυόμισι και τα τρία χρόνια τους κάποιες ώρες της ημέρας σε
Κέντρα του Παιδιού, όπου θα γεύονται τα αγαθά του πολιτισμού και θα δέχονται μαζί με την
πολιτιστική και τη γλωσσική αγωγή από εκπαιδευμένες δασκάλες και νηπιαγωγούς. 

Έτσι, χωρίς ανάγνωση και γραφή, χωρίς δηλαδή τον γνωστό σχολικό τρόπο που έχει καταντήσει απωθητικός, παρά με τραγούδι, παραμύθι και παιχνίδι, μέσα σε περιβάλλον που θα
αντανακλά και θα πλουτίζει τις συνθήκες του σπιτιού, τα παιδιά θα δέχονται γλωσσική
παιδεία. Το ιδεώδες, βέβαια, θα ήταν να τη δέχονται αυτήν την παιδεία και οι γονείς των
παιδιών στα ίδια κέντρα. 
Με τον τρόπο αυτό θα άρουμε, από τη μια μεριά, τις κοινωνικές ανισότητες, που
αρχίζουν από την ώρα της γέννησης του ανθρώπου, και θα ετοιμάσουμε, από την άλλη, ένα
καλύτερο σχολείο και μια δικαιότερη κοινωνία. 

Ακούει κανείς;» 
Το κενό που άφησε με τον θάνατό του ο Χρίστος Τσολάκης (2012) δυσαπλήρωτο. Ο ήρεμος και μεστός λόγος του συμπορεύονται με την καθάρια ψυχή του.  Εμπνέουν ακόμη...


Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Μαθήματα ιστορίας της τέχνης - Κλοντ Μονέ

από την Πόπη Κοκονά


«Το χρώμα είναι η καθημερινή μου εμμονή, χαρά και βάσανο», δήλωνε άλλοτε ο μεγάλος κολορίστας του καμβά, ο «άνθρωπος που ζωγράφιζε τα νούφαρα», όπως θα μείνει λαϊκά γνωστός. 

Διανοούμενος ζωγράφος και με παγιωμένη θέση για την τέχνη, ο γάλλος καλλιτέχνης ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη φευγαλέα εντύπωση που δημιουργούν τα χρώματα στον καμβά παρά για την ακρίβεια στην απόδοση των μορφών, γεννώντας στην πορεία ένα νέο κίνημα ζωγραφικής, τον γνωστό μας ιμπρεσιονισμό.

Που θεωρείται βεβαίως το πρώτο βήμα για την απελευθέρωση της αναπαραστατικής ζωγραφικής από τις δικλείδες του παρελθόντος και το εφαλτήριο για τη γέννηση της πραγματικά μοντέρνας τέχνης!

Και όλα θα ξεκινούσαν από τον άνθρωπο που απέρριψε τον ρεαλισμό για χάρη της αισθητικής εντύπωσης, με τις αντιξοότητες του βίου του, όπως η χρόνια κατάθλιψη, η φτώχεια, η μη αναγνώριση, οι τραγωδίες της ζωής του αλλά και η αρρώστια, να προσυπογράφουν το «καταραμένο» της γέννησης μιας μικρής επανάστασης...

Πρώτα χρόνια

Ο Όσκαρ Κλοντ Μονέ γεννιέται στις 14 Νοεμβρίου 1840 στο Παρίσι, μέσα σε εύπορη οικογένεια εμπόρων. Το 1845, σε ηλικία 5 ετών, ο Μονέ και η οικογένεια μετακομίζουν στο σημαντικό λιμάνι της Νορμανδίας, τη Χάβρη, όπου και πέρασε την παιδική του ηλικία, πλάι στον μεγάλο του αδελφό. 

Οι σχολικές του επιδόσεις κρίνονται ικανοποιητικές, αν και του ίδιου δεν του άρεσε καθόλου ο περιορισμός της σχολικής αίθουσας: προτιμούσε να είναι ελεύθερος στο ύπαιθρο. Και βέβαια ήταν πάντα και η αγάπη για τη ζωγραφική! Γέμιζε τετράδια και βιβλία με παραστάσεις ανθρώπων, συνηθίζοντας για να διασκεδάζει να σκαρώνει καρικατούρες των καθηγητών του. 

Κι ενώ η μητέρα του ενθάρρυνε διαρκώς τη φανερή ζωγραφική κλίση του μικρού, ο πατέρας του τον προόριζε για διάδοχο στην επιχείρησή του. Ο Μονέ βίωσε με μεγάλη σφοδρότητα την απώλεια της μητέρας του το 1857.

Γνωστός στην πόλη για τα ερασιτεχνικά πορτρέτα που φιλοτεχνούσε στους οικογενειακούς φίλους των γονιών του, ο Μονέ έρχεται σε επαφή με τον Ευγένιο Μπουντέν, γνωστό καλλιτέχνη τοπιογραφιών, ο οποίος λειτούργησε ως πρώτος του δάσκαλος στη ζωγραφική: ο Μπουντέν είναι που θα τον συστήσει στη ζωγραφική στο ύπαιθρο και θα του μεταλαμπαδεύσει την αγάπη του για τη φύση, αμφότεροι ακρογωνιαίοι λίθοι της κατοπινής δουλειάς του Μονέ...

Δύσκολη αρχή

Το 1859 ο Μονέ αποφασίζει να επιστρέψει στο Παρίσι για να κυνηγήσει το όνειρο της τέχνης: εκεί επηρεάστηκε από τους ζωγράφους της λεγόμενης Σχολής Μπαρμπιζόν και γράφτηκε έτσι στην ακαδημία καλών τεχνών Academie Suisse. Αυτή την εποχή γνωρίζει και τον άλλο εμβληματικό χρωστήρα των ιμπρεσιονιστών, Καμίλ Πισαρό, με τον οποίο θα συνδεθούν με βαθιά και μακρόχρονη φιλία. 

Από το 1861-1862, ο Μονέ υπηρέτησε τη θητεία του στην Αλγερία, τα προβλήματα υγείας όμως θα φέρουν την απόλυσή του μια ώρα αρχύτερα. Έτσι, επιστρέφει στο Παρίσι, αρχίζει και πάλι μαθήματα σχεδίου και γνωρίζει την ομάδα των ομοϊδεατών καλλιτεχνών, με τους οποίους θα έμεναν γνωστοί ως «ιμπρεσιονιστές»: Ρενουάρ, Σίσλεϊ, Μπαζίλ. 


Οι ζωγραφικές εξορμήσεις του Μονέ στο ύπαιθρο είχαν πια συντροφιά την κατοπινή διάσημη τριανδρία. Ο ζωγράφος κατάφερε να τρυπώσει στην περίφημη ετήσια παρισινή έκθεση Salon το 1865, με δύο πίνακές του με θαλασσινά θέματα. Παρά το γεγονός ότι η δουλειά του εκτιμήθηκε σε κάποιους κύκλους, ο ίδιος συνέχιζε να δοκιμάζεται οικονομικά.


Την επόμενη χρονιά έγινε και πάλι δεκτός στο σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός του Παρισιού, με το Salon να επιλέγει αυτή τη φορά ένα πορτρέτο της Camille, τη σύντροφό του και μέλλουσα σύζυγο Camille Doncieux, η οποία ήταν κατά πολύ νεότερή του. Η ίδια θα λειτουργήσει ως μούσα του και θα απαθανατιστεί σε αναρίθμητους κατοπινούς του πίνακες. 


Το ζευγάρι θα γνωρίσει πολλές δυσκολίες το 1867, όταν γεννήθηκε ο πρώτος γιος τους, Jean. Ο Μονέ μαστιζόταν από οικονομική ανέχεια και ο εύπορος πατέρας του, κάθετα αντίθετος στην επιλογή του να γίνει ζωγράφος, δεν βοηθούσε καθόλου το νεαρό ζευγάρι. Την επόμενη χρονιά, η χρόνια κατάθλιψή του και η οικονομική δυσπραγία θα φέρουν τον Μονέ ένα βήμα πριν από τον θάνατο: αποπειράται αυτοκτονία, προσπαθώντας να πνιγεί στον Σηκουάνα. 

Ευτυχώς, η τύχη χαμογέλασε στον Μονέ βρίσκοντας την επόμενη χρονιά χορηγό: ο μαικήνας των τεχνών Louis-Joachim Guadibert πατρονάρει τον νεαρό καλλιτέχνη, επιτρέποντάς του έτσι να συνεχίσει το έργο του απερίσπαστος. Οι Μονέ και Camille παντρεύτηκαν τον Ιούνιο του 1870 και λόγω του ξεσπάσματος του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου το ζευγάρι αναγκάζεται να πάρει τον γιο του παραμάσχαλα και να μεταναστεύσει στο Λονδίνο. 


Επιστρέφοντας στη Γαλλία στο τέλος του πολέμου, το 1872, ο Μονέ και η φαμίλια του εγκαθίστανται στη βιομηχανική πόλη Argenteuil, όπου και θα αναπτύξει προοδευτικά ο ζωγράφος την ιδιαίτερη τεχνική του και θα δέχεται συνεχώς επισκέψεις από τους ζωγράφους φίλους του, Ρενουάρ, Πισαρό και Μανέ, με την ομάδα να διαπιστώνει ότι έχουν πολλά κοινά στην τεχνοτροπία τους. 


Ο Μονέ πολλές φορές δεν έμοιαζε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και δεν δίσταζε να καταστρέφει τους πίνακές του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο ίδιος έκαψε, έσκισε και διέλυσε περισσότερους από 500 πίνακες, αρνούμενος να συμβιβαστεί με τη μετριότητα. Τα ξεσπάσματα του θυμού του ακολουθούνταν από περιόδους μελαγχολίας και κατάθλιψης...

Μετρ του φωτός και του χρώματος

Ήταν σε συλλογική έκθεση του Απριλίου του 1874 που θα γινόταν η μικρή επανάσταση στη ζωγραφική: ο σπουδαίος πίνακας του Μονέ «Εντύπωση: Ανατολή Ηλίου», που αναπαριστούσε το λιμάνι της Χάβρης στην πρωινή ομίχλη, θα γινόταν το σκάνδαλο της έκθεσης, αναγκάζοντας τους κριτικούς να εφεύρουν τον όρο «ιμπρεσιονισμός» για να χαρακτηρίσουν την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του ζωγράφου, αλλά και των συγγενών πνευμάτων. Ο πίνακας έμοιαζε πράγματι με προσχέδιο παρά με ολοκληρωμένο έργο τέχνης!


Παρά το γεγονός ότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε μειωτικά και ο νέος τρόπος ζωγραφικής απεικόνισης δεν έτυχε θερμής υποδοχής, οι ιμπρεσιονιστές ήρθαν για να μείνουν. Απομακρυνόμενοι από τα κελεύσματα της κλασικής ζωγραφικής, ο Μονέ και η παρέα του χρησιμοποιούσαν ζωντανά χρώματα και ζωηρές, πηχτές πινελιές για να αποδώσουν το παιχνίδισμα του φωτός στον φυσικό κόσμο, βάζοντας την ακρίβεια της αναπαράστασης σε δεύτερο πλάνο. Ήταν σκάνδαλο!


Ο Μονέ και η παρέα του άρχισαν να εκθέτουν περιοδικά ως ιμπρεσιονιστές πια, με τη συνήθεια να καλύπτει όλη τη δεκαετία του 1880. Ταυτοχρόνως, η προσωπική του ζωή γνώρισε νέες τραγωδίες: η σύζυγός του αρρώστησε βαριά κατά τη διάρκεια της δεύτερης εγκυμοσύνης της (ο γιος τους, Michel, γεννήθηκε το 1878), με την υγεία της να επιδεινώνεται συνεχώς: πριν πεθάνει, οι πάμφτωχοι Μονέ πήγαν να ζήσουν με φιλικό τους ζευγάρι, με τον ζωγράφο να την απαθανατίζει διαρκώς στα έργα του, μέχρι και στο νεκροκρέβατό της. 


Μετά τον θάνατο της Camille, ο συντετριμμένος Μονέ φιλοτέχνησε μια σειρά από «παγερούς» πίνακες, ενώ ήρθε κοντά με τη γυναίκα του φίλου του, Alice, με τους δυο τους να συνδέονται σύντομα ερωτικά. 


Ο άντρας της ζούσε στο Παρίσι και δεν πήραν ποτέ διαζύγιο, με την ίδια και τον Μονέ (και τα παιδιά τους) να αποσύρονται το 1883 στην Giverny, τον τόπο όπου θα μεγαλουργούσε ο Μονέ βρίσκοντας νέα πηγή έμπνευσης. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, Ernest, οι Μονέ και Alice ήταν πια ελεύθεροι να παντρευτούν (1892).


Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, ο Μονέ θα κατάφερνε επιτέλους να εγκαθιδρυθεί στον χώρο της τέχνης, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα μια σειρά από μνημειώδεις συνθέσεις, εμβληματικές για την ιστορία της τέχνης. 


Ήταν στην Giverny που θα κατέληγε στο οριστικό ζωγραφικό του στιλ, με τα περίφημα νούφαρά του να απεικονίζονται πια σε αναρίθμητα έργα του. 




Η επιδίωξη της ανεύρεσης του κατάλληλου φωτός και χρώματος στη φύση θα τον έφερνε πια σε ταξίδια σε όλη τη γαλλική επικράτεια, ενώ συχνά απαθανάτιζε το ίδιο θέμα σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, όπως έκανε με τον Καθεδρικό της Ρουέν, που τον ζωγράφισε στο πρωινό φως, στο απομεσήμερο, με καλό καιρό, με συννεφιά κ.λπ. 


Και βέβαια το 1900 ο Μονέ ταξίδεψε και πάλι στον Λονδίνο, μόνο και μόνο για να αποθεώσει ζωγραφικά τον Τάμεση! 


Το 1911 ο Μονέ έπεσε σε βαθιά μελαγχολία, καθώς έχασε την πολυαγαπημένη του Alice. Την επόμενη χρονιά εμφάνισε καταρράκτη στο δεξί του μάτι, ενώ και στον χώρο της τέχνης γνώρισε απογοητεύσεις, καθώς οι ιμπρεσιονιστές δεν ήταν πια στην πρωτοπορία της ζωγραφικής: το νέο κίνημα των κυβιστών Πικάσο και Μπρακ απειλούσε να τους εξορίσει από την avant-garde θέση τους! 


Υπήρχε βέβαια έντονο ακόμα ενδιαφέρον για τη δουλειά του Μονέ, ο οποίος πέρασε τα τελευταία αυτά χρόνια φιλοτεχνώντας τη σειρά με τους 12 πίνακες με τα νούφαρα για το παρισινό μουσείο Orangerie des Tuileries. 


Σχεδόν τυφλός, με τον καταρράκτη να καλύπτει πια και τα δυο του μάτια, και την υγεία του συνεχώς επιδεινούμενη, η παραγγελία του μουσείου αποδείχτηκε ιδιαίτερα απαιτητική για τον ηλικιωμένο Μονέ. Ο ίδιος συμφώνησε να υποβληθεί τελικά σε εγχείριση για τον καταρράκτη το 1923...

Τελευταία χρόνια



Η κατάθλιψη έκανε και πάλι την εμφάνισή της στα κατοπινά αυτά χρόνια της ζωής του σπουδαίου ζωγράφου, με τον ίδιο να μην αφήνει ωστόσο ποτέ τον χρωστήρα από το χέρι. 


Ο Μονέ πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου1926 στο σπίτι του στην Giverny, όχι βέβαια προτού κλονίσει συθέμελα το οικοδόμημα της τέχνης και αλλάξει τη μορφή της ζωγραφικής αναπαράστασης εκ θεμελίων! 

Ο ίδιος ήταν που άνοιξε την πόρτα στην αποδέσμευση της ζωγραφικής από τα ορόσημα του παρελθόντος, κάτι που θα οδηγούσε φυσικά στην ολοένα και μεγαλύτερη αφαίρεση των κατοπινών χρόνων. Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο ότι σύγχρονοι αφαιρετικοί εξπρεσιονιστές, όπως ο Ρόθκο, ο Πόλοκ και ο ντε Κούνινγκ τον Μονέ παραθέτουν ως πνευματικό τους δάσκαλο...

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ!!!

από την Αλεξάνδρα  Σεμερτζίδου


Ένα υπέροχο video το οποίο επιμελήθηκε .....(ποιος άλλος...?) η αντιπρόεδρος του συλλόγου μας κ. Εμμανουέλα   Μαμαγκινίδου ,σε μουσική του αγαπημένου μας μουσικού κ Αντώνη Παπαδόπουλου, στίχους της κ. Αγγελικής Παπαδοπούλου και με την συμμετοχή της μικρής χορωδιακής ομάδας του συλλόγου μας . 
Σας το  παρουσιάζουμε με μεγάλη χαρά. 
Απολάυστε ένα σύντομο οδοιπορικό στην περίφημη πόλη των Γιαννιτσών παρέα με τους μικρούς μαθητές του 5ου Δημοτικού Σχολείου Γιαννιτσών.    
                                       ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ  ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΑΣ κ.ΑΝΤΩΝΗ!!!!




Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Το Αουσβιτς ξεκινά κάθε φορά που κάποιος κοιτά ένα σφαγείο και σκέφτεται: είναι απλά ζώα!


 Γιατί δεν θέλουμε τα παιδιά μας να επισκεφτούν το Αττικό Πάρκο στα Σπάτα


Ποια επιχείρηση προσπαθεί να πείσει τους μικρούς και μεγάλους φίλους της, ότι είναι εκτός από ψυχαγωγικό και εκπαιδευτικό το θέαμα των άγριων ζώων, που είναι εγκλωβισμένα εφ’ όρου ζωής;
Ποια επιχείρηση προσπαθεί να μας πείσει, ότι τα δελφίνια, αντί να οργώνουν τους ωκεανούς και τις θάλασσες είναι καλύτερα να κάνουν κωλοτούμπες για τα παιδάκια μας;




Ποια επιχείρηση προσπαθεί να παρουσιάσει το άσπρο – μαύρο, αφού επιδιώκει με πάθος να μας πείσει, ότι μια καμηλοπάρδαλη, η οποία ζει εγκλωβισμένη σε μερικά μόνο τετραγωνικά γης στα Σπάτα είναι καλύτερα εκεί από την αχανή αφρικανική σαβάνα, η οποία είναι και το φυσικό της περιβάλλον; Γιατί όλοι οι επιχειρηματίες, που ασχολούνται με τη δημιουργία ζωολογικών κήπων βάζουν άραγε τα έγκλειστα άγρια ζώα να ζευγαρώνουν; Γιατί διαιωνίζουν τον εγκλεισμό; Μα φυσικά γιατί βγάζουν λεφτά από τη στυγνή εκμετάλλευση των ζώων.
Κάποια από τα άγρια ζώα – που βρίσκονται σε αντίστοιχα πάρκα – είναι αλήθεια, ότι δε μπορούν να επιστρέψουν στη φύση, γιατί οι άνθρωποι επί της ουσίας τα χαντάκωσαν και τα κατέστησαν ανίκανα να επανενταχθούν πλήρως εκεί που ανήκουν.
Είναι ζώα, που δεν έμαθαν από τους γονείς τους,

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Ιστορία της τέχνης - Γεώργιος Ιακωβίδης

μαθήματα από την Πόπη Κοκονά


Ο ζωγράφος της παιδικής ηλικίας  Γεώργιος Ιακωβίδης 

Εχει πατρίδα η παιδική ηλικία; Εχει πατρίδα η αθωότητα; Είναι γερμανάκια ή ελληνόπουλα τα παιδιά που ζωγραφίζει ο Γεώργιος Ιακωβίδης με τόση τρυφερότητα, με τόση αγάπη και με τόσο βαθιά κατανόηση της ψυχολογίας τους και της συμπεριφοράς τους; Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πίνακές του με θέματα αντλημένα από την παιδική ηλικία ζωγραφίστηκαν στο Μόναχο. Και αυτό γιατί το αστικό περιβάλλον της βαυαρικής πρωτεύουσας και η εθνικιστική ιδεολογία της αγίας τριάδας «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που ευδοκιμούσε αυτά τα χρόνια στη Γερμανία ευνοούσαν ανάλογα θέματα. Ετσι αυτή η ιδιαίτερη κλίση του Ιακωβίδη, που είχε ήδη εκδηλωθεί δειλά στα χρόνια της αθηναϊκής μαθητείας του, θα βρει τον βιότοπό της στο Μόναχο, θα ανθήσει και θα καρποφορήσει.

H νηπιακή και παιδική ανθρωπότητα που παρελαύνει από τους πίνακες του Ιακωβίδη έχει ορισμένα αρχετυπικά χαρακτηριστικά: πλούσια ή φτωχή, ντυμένη με ακριβά ρούχα ή με ράκη, είναι υγιής, εύρωστη, αμέριμνη και ευτυχισμένη. Αυτό και μόνο το χαρακτηριστικό διακρίνει τη ζωγραφική του Ιακωβίδη από το κοινωνικό κήρυγμα των ρεαλιστών ή από το νοσηρό κλίμα των ρομαντικών και των συμβολιστών, που αγγίζει κάπου κάπου και τον μεγάλο Γύζη όταν ζωγραφίζει ανάλογα θέματα.

Οι σκηνές από την παιδική ηλικία ανήκουν ασφαλώς στην ανώδυνη ηθογραφική ζωγραφική αλλά ο Ιακωβίδης ερμηνεύει το θέμα του με τη φιλαλήθεια ενός ρεαλιστή. Σπάνια μπορείς να δεις νήπια ζωγραφισμένα με τόση ακρίβεια, γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πρόκειται για ένα από τα δυσκολότερα σχεδιαστικά γυμνάσματα. Με τέλειο τρόπο αποδίδονται τα άπλαστα ακόμη μέλη, οι αδέξιες κινήσεις, οι εκφράσεις, ακόμη και η ασκήμια τους, ιδιαίτερα όταν κλαίνε. Και τα παιδιά του Ιακωβίδη θυμώνουν, επαναστατούν και κλαίνε γοερά. Οχι όμως από πείνα και δυστυχία. Αλλά γιατί υπομένουν με δυσκολία τα μικρά βάσανα που τους επιβάλλουν οι μεγαλύτεροι, κυρίως οι γιαγιάδες και οι παππούδες. Γιατί ο Ιακωβίδης αγαπά να απεικονίζει αυτές τις δύο ακραίες ηλικίες και την ξεχωριστή σχέση που αναπτύσσουν.

H αντίθεση ανάμεσα στους γέροντες και στα παιδιά γοητεύει τον ζωγράφο· αντίθεση πολλαπλή, στη μορφή, στην έκφραση, στην κίνηση αλλά κυρίως στην ψυχολογία. H τρυφερή, στίλβουσα και σφύζουσα από ζωική ορμή ρόδινη σάρκα των παιδιών λάμπει φωτίζοντας αντιστικτικά και ανελέητα τα γερασμένα πρόσωπα, τα χαρακωμένα από τον χρόνο και τα βάσανα της ζωής. Οι καλοκάγαθοι γέροντες του Ιακωβίδη, γαλήνιοι και υπομονετικοί, εκφράζουν τη στοχαστική ενατένιση της ζωής, της δικής τους ζωής που δύει, της ζωής των νέων βλαστών που ανατέλλει. Με οξυδέρκεια ψυχολόγου ο Ιακωβίδης παρατηρεί τα τυπικά χαρακτηριστικά κάθε ηλικίας: ιδιαίτερα τονίζει την προπετή απληστία των παιδιών, την ασίγαστη, την ακάματη ενεργητικότητά τους, τον αξόδευτο δυναμισμό τους, την ανυπομονησία τους να κατακτήσουν τον ζωτικό τους χώρο, που εκφράζεται με τα διαρκώς απλωμένα χεράκια τους.

Τα παιδιά υπερασπίζονται με μαχητικότητα τον πρώιμο πόθο τους για ανεξαρτησία και οι γέροντες υπομένουν με χαμογελαστή συγκατάβαση την επαναστατική επιθετικότητά τους. Σιωπή τυλίγει τους γέροντες, ενώ τα ξεφωνητά και τα γέλια των παιδιών φτάνουν εκκωφαντικά ως τ' αυτιά μας. Ποτέ ζωγράφος δεν έπλεξε ανάλογο ύμνο στην ξεχωριστή αυτή σχέση που γεφυρώνει το χάσμα των γενεών. Γιατί στις παραδοσιακές κοινωνίες προσφιλείς και αναντικατάστατοι παιδαγωγοί των παιδιών ήταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής τούς εξόρισε στους οίκους ευγηρίας, δημιουργώντας ένα ανεπούλωτο τραύμα στην αρμονική ανάπτυξη και αγωγή των παιδιών μέσα στη θαλπωρή της οικογένειας. Μέσα απ' αυτή τη σχέση, σχέση αγάπης, πολλές αξίες μεταβιβάζονταν στη νέα γενιά αβίαστα. Και πάνω απ' όλα ο σεβασμός των γερόντων. Μια παλιά λαϊκή παροιμία, ακατανόητη σήμερα, προέτρεπε: «Αν δεν έχεις γέρο, ν' αγοράσεις». Ο πλούτος της παραδοσιακής γλώσσας, η πείρα, η σοφία της ζωής είναι μερικές μόνο από τις αξίες που ναυάγησαν μαζί με την ακυρωμένη σχέση των δύο γενεών. 
Σπουδαίος τεχνίτης, απαράμιλλος σχεδιαστής

H θεματολογία με παιδιά επιβάλλεται στη ζωγραφική του Ιακωβίδη μετά το 1882, πάντα στο Μόναχο, όπου θα παραμείνει ως το 1900, γνωρίζοντας την επαγγελματική καθιέρωση. Οι παιδογραφίες του έλληνα ζωγράφου βρίσκουν θερμή ανταπόκριση τόσο στην κριτική τους υποδοχή όσο και στο αγοραστικό κοινό της βαυαρικής πρωτεύουσας. Το θέμα αυτό θα κυριαρχήσει στη δημιουργία του ως το 1900. Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα οι ιεραρχίες ανατρέπονται καθώς ο ορίζοντας προσδοκίας του κοινού αλλάζει. Ο Ιακωβίδης κατακλύζεται από παραγγελίες. Από τον βασιλικό οίκο ως τους εκπροσώπους της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου, όλοι φιλοδοξούν να διαιωνιστούν από τον διάσημο ζωγράφο· και πράγματι ο Ιακωβίδης μάς άφησε μια συναρπαστική πινακοθήκη από προσωπογραφίες που ζωντανεύουν μια ολόκληρη εποχή.

Τα πρώτα του έργα με παιδιά έχουν έντονο ηθογραφικό χαρακτήρα με πρωταγωνιστές νεαρούς βιοπαλαιστές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει για τη φευγαλέα έκφραση και την ελεύθερη πινελιά του το Ιταλόπαιδο που γελάει, που παραπέμπει σε παλιότερους δασκάλους του είδους, όπως ο Βελάσκεθ, ο Μουρίγιο και ο Φραντς Χαλς. Από το 1883, με τα Μικρά βάσανα και τον Κακό εγγονό, αρχίζει να κυριαρχεί στη θεματογραφία του Ιακωβίδη ο διάλογος ανάμεσα στις δύο ακραίες ηλικίες της ζωής που περιγράψαμε πιο πάνω. Ο ζωγράφος φαίνεται να προετοιμάζει τις συνθέσεις του με γρήγορα σκίτσα, είτε με μολύβι είτε με λάδι, όπου προσπαθεί να συλλάβει τη φευγαλέα έκφραση και τη στιγμιαία κίνηση. Τα τελειωμένα έργα, με το προσεκτικό σχέδιο και τη σφιχτή φόρμα, δεν παρουσιάζουν την ίδια ανταπόκριση ανάμεσα στη «γραφή» και στη ροή του χρόνου που διαθέτουν τα προσχέδια. Ως το τέλος της δεκαετίας του '80 οι σκηνές διαδραματίζονται σε εσωτερικούς χώρους και προβάλλονται σ' ένα σχετικά σκοτεινό φόντο, ενώ η τονικότητα που κυριαρχεί είναι το καφετί και τα γαιώδη της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Ο φωτισμός είναι διάχυτος με απροσδιόριστη πηγή. Οι γέροντες είναι ντυμένοι συνήθως με σκούρα ρούχα που χαρίζουν περισσότερη λάμψη στα χαρούμενα λευκά ή ανθηρά χρώματα των παιδικών ενδυμάτων.

Οπως παρατηρεί εύστοχα η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Ολγα Μεντζαφού, που αφιέρωσε στον Ιακωβίδη μια λαμπρή διατριβή, από το τέλος της δεκαετίας του 1880 η διάθεση, η χρωματολογία και ο φωτισμός αλλάζουν στους πίνακες του ζωγράφου, που διανύει μια ευτυχισμένη περίοδο στη ζωή του, ύστερα από τον γάμο του και τη γέννηση του μοναχογιού του. Οι μορφές προβάλλονται τώρα πάνω σ' ένα φωτεινό φόντο και τα χρώματα ζωηρεύουν. Ενα δυνατό κόκκινο, που τοποθετείται στον πίνακα ανόθευτο, καθαρό πάνω σ' ένα φρούτο, στα καλτσάκια ενός παιδιού, στο κουβάρι της γιαγιάς που πλέκει, ζωντανεύει τον πίνακα. Ακόμη και στα σκούρα ρούχα της γιαγιάς κυκλοφορούν υπέροχες συγχορδίες χρωμάτων: πράσινα, βυσσινιά, μαβιά, ρόδινα φώτα.

H λειτουργία του φωτός αλλάζει επίσης. H πηγή του προσδιορίζεται τώρα μέσα στον πίνακα. Το φως έρχεται από ένα ανοιχτό παράθυρο, που τοποθετείται πάντα αριστερά, όπως το είχαν καθιερώσει οι ολλανδοί ηθογράφοι του 17ου αιώνα, με προεξάρχοντα τον Βερμέερ. Το φως λούζει τις μορφές και παίρνει σχεδόν συμβολικές προεκτάσεις μεταμορφώνοντας τις εικόνες των παιδιών σε καθημερινές θεοφάνιες. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρουν τα Πρώτα βήματα (1892), με το μωρό που βηματίζει χαρούμενο προς την ανοιχτή αγκαλιά της αδελφής του και στον κόσμο, να μεταμορφώνεται το ίδιο σε λευκόξανθη πηγή φωτός.

Οσο ο 19ος αιώνας πλησιάζει προς το τέλος του ο Ιακωβίδης γίνεται πιο τολμηρός. Ζητάει από την ώριμη τέχνη του να λύσει πιο περίπλοκα προβλήματα. Τοποθετεί την πηγή φωτός πίσω από τη σκηνή που απεικονίζει και τη φωτίζει εναντιόδρομα. Ετσι οι μορφές μεταβάλλονται σε σκοτεινές σιλουέτες, ενώ τα περιγράμματά τους «παίρνουν φωτιά». Εδώ αισθανόμαστε την επίδραση του υπαιθρισμού και του ιμπρεσιονισμού. Τα χρώματα του Ιακωβίδη μαρτυρούν εντονότερα αυτή την ανομολόγητη οφειλή. Στη χρωματολογία του κυριαρχούν τώρα τα προσφιλή στους ιμπρεσιονιστές ζεύγη των συμπληρωματικών (πορτοκαλί με γαλάζιο, κίτρινο με μωβ, πράσινο με κόκκινο). Τη θριαμβευτική κορύφωσή της θα γνωρίσει αυτή η τάση στην ξακουστή Παιδική συναυλία (1899-1900).

Οι μορφές στο ύπαιθρο, μέσα στο φυσικό φως που ζωντανεύει τα χρώματα και διαλύει τη φόρμα, αποδίδονται τώρα με γρήγορες ελεύθερες πινελιές και αποκαλύπτουν έναν Ιακωβίδη που φαίνεται να έχει γνωρίσει και αφομοιώσει το δίδαγμα του γαλλικού υπαιθρισμού. Αλλωστε το μήνυμα της νέας τέχνης είχε αρχίσει να μεταμορφώνει και τη ζωγραφική των γερμανών ομοτέχνων του. Ηδη από το 1892 ένα έργο σαν την Αντιστροφή των ρόλων έχει ζωγραφιστεί με τόση ελευθερία και αίσθηση υπαίθρου που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στα έργα του Μανέ. H Προσωπογραφία της γυναίκας του καλλιτέχνη με τον γιο της (1895) μεταδίδει την ίδια δονούμενη αίσθηση υπαίθρου, με το φως του σύδενδρου που έρχεται από το βάθος να χαϊδεύει το μάγουλο της γυναίκας και τα μαλλιά του παιδιού.

Ο Ιακωβίδης οδήγησε τη ζωγραφική της Σχολής του Μονάχου στα ακραία της όρια. Δεν ήταν ασφαλώς επαναστάτης. Υπήρξε όμως σπουδαίος τεχνίτης, απαράμιλλος σχεδιαστής. Κυρίως όμως μας αποκάλυψε με την τέχνη του έναν κόσμο βαθιά ανθρώπινο, πλούσιο σε αισθήματα και συγκινήσεις. H ζεστασιά, η ανθρωπιά που αποπνέουν τα έργα του είναι αρχετυπική και άμεσα μεταδοτική. Ισως αυτό εξηγεί γιατί οι πίνακες του Ιακωβίδη, ιδιαίτερα αυτοί που αφιέρωσε στα παιδιά, είναι τόσο δημοφιλείς.Ο ζωγράφος της παιδικής ηλικίας Γεώργιος Ιακωβίδης
Εχει πατρίδα η παιδική ηλικία; Εχει πατρίδα η αθωότητα; Είναι γερμανάκια ή ελληνόπουλα τα παιδιά που ζωγραφίζει ο Γεώργιος Ιακωβίδης με τόση τρυφερότητα, με τόση αγάπη και με τόσο βαθιά κατανόηση της ψυχολογίας τους και της συμπεριφοράς τους; Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πίνακές του με θέματα αντλημένα από την παιδική ηλικία ζωγραφίστηκαν στο Μόναχο. Και αυτό γιατί το αστικό περιβάλλον της βαυαρικής πρωτεύουσας και η εθνικιστική ιδεολογία της αγίας τριάδας «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που ευδοκιμούσε αυτά τα χρόνια στη Γερμανία ευνοούσαν ανάλογα θέματα. Ετσι αυτή η ιδιαίτερη κλίση του Ιακωβίδη, που είχε ήδη εκδηλωθεί δειλά στα χρόνια της αθηναϊκής μαθητείας του, θα βρει τον βιότοπό της στο Μόναχο, θα ανθήσει και θα καρποφορήσει.
H νηπιακή και παιδική ανθρωπότητα που παρελαύνει από τους πίνακες του Ιακωβίδη έχει ορισμένα αρχετυπικά 
χαρακτηριστικά: πλούσια ή φτωχή, ντυμένη με ακριβά ρούχα ή με ράκη, είναι υγιής, εύρωστη, αμέριμνη και ευτυχισμένη. Αυτό και μόνο το χαρακτηριστικό διακρίνει τη ζωγραφική του Ιακωβίδη από το κοινωνικό κήρυγμα των ρεαλιστών ή από το νοσηρό κλίμα των ρομαντικών και των συμβολιστών, που αγγίζει κάπου κάπου και τον μεγάλο Γύζη όταν ζωγραφίζει ανάλογα θέματα.
Οι σκηνές από την παιδική ηλικία ανήκουν ασφαλώς στην ανώδυνη ηθογραφική ζωγραφική αλλά ο

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Το νησί των συναισθημάτων, Μάνος Χατζιδάκις, μια υπέροχη ιστορία

το βρήκαμε στο Thessalonoki Arts and Culture



Μία πολύ ευαίσθητη ιστορία που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκης, για την αγάπη και την αντοχή της στον χρόνο.

"Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.
Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.

Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα»

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.
«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:
«Γνώση, ποιος με βοήθησε»;
«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

by Alex  Semer

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Βιωματικά Εργαστήρια για γυναίκες από το Λύκειο Ελληνίδων Γιαννιτσών και τη ΔΗ.Κ.Ε.Π.Α.Π.



     
Το Λύκειο των Ελληνίδων Γιαννιτσών σε συνεργασία με τη ΔΗ.Κ.Ε.Π.Α.Π., διοργανώνει βιωματικά εργαστήρια, που απευθύνονται σε γυναίκες που επιθυμούν να διευρύνουν τις δεξιότητές τους, για την αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτουν στο προσωπικό και επαγγελματικό τους περιβάλλον.

     Μέσα από το δημιουργικό διάλογο, παιχνίδι ρόλων και τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων, τα βιωματικά αυτά εργαστήρια, έχουν στόχο να ενθαρρύνουν τις συμμετέχουσες να «ανοίξουν μια νέα πόρτα» στην ικανότητά τους προς:


·        την ισότιμη και ασφαλή έκφραση προσωπικών απόψεων και βιωμάτων
·        τη δημιουργική διάδραση – αλληλεπίδραση
·        την κατανόηση της θέσης των άλλων γυναικών της ομάδας που αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυσκολίες και που διακατέχονται από την ίδια λαχτάρα και επιθυμία για αλλαγή και αυτοβελτίωση
·        την ανάπτυξη θετικών τρόπων επικοινωνίας και δημιουργικότητας
·        την ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων       
·        την υιοθέτηση νέων συμπεριφορών μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο.
      Το πρόγραμμα των εργαστηρίων συντονίζει  η κ. Αλευριάδου Αναστασία, ψυχολόγος, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
      Το πρώτο βιωματικό εργαστήρι θα πραγματοποιηθεί σε τρεις τετράωρες συναντήσεις στις 28, 29 και 30 Μαρτίου 2014, στην αίθουσα Κέντρου Πληροφόρησης Νέων του Πνευματικού Κέντρου Γιαννιτσών. Ο  μέγιστος αριθμός των συμμετεχουσών γυναικών σε κάθε ομάδα εργαστηρίου είναι 20. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Για δήλωση συμμετοχής και πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνείτε στο τηλέφωνο 6947619383, ώρες: 10:00 -13:00 (κ. Σεμερτζίδου Ελένη), μέχρι 20-03-2014.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Περί νηστείας

 Θανάση Ν. Παπαθανασίου:Σαρακοστή: νηστευτές στον δρόμο
το βρήκαμε στα Θρησκευτικά...αλλιώς


Ολόκληρη τη σαρακοστή νηστεύω. Νηστεύω, δηλαδή, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα. Νηστεύω γιατί έχω μπροστά δρόμο, κι όταν έχεις δρόμο δεν θέλεις να βαρύνεις. Καθαυτή η λέξη "σαρακοστή" δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά μέτρημα του δρόμου που απομένει. Σα να λέει: "σαράντα μέρες υπολείπονται...". Η σαρακοστή δεν υπάρχει επειδή τάχα οι μέρες της είναι ιερότερες ή μαγικότερες! Υπάρχει χάριν του τερματισμού της! Υπάρχει για να μυεί στην έννοια του οράματος, του καινούργιου που βρίσκεται στο τέρμα των σαράντα ημερών: στη Μεγαλοδομάδα και εν τέλει στην Ανάσταση! Κι έτσι, νηστευτής σημαίνει ύπαρξη προσανατολισμένη στο μέλλον. Το να νηστεύω σημαίνει όχι απλώς να δηλώνω, αλλά και να ζω με όλες τις διαστάσεις της ύπαρξής μου (πνευματικές και βιολογικές αξεχώριστα) το ότι ο κόσμος τούτος, ο βυθισμένος στη φθορά και στο άδικο, οφείλει να αλλάξει. Οφείλει να βιωθεί ως ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να χορτάσει τον άνθρωπο που διψά για ζωή. Κι όταν μιλάμε για αλλαγή του κόσμου, δε μιλάμε για κατάργηση ή εξάτμισή του ή αντικατάστασή του από κάποιο υπερπέραν.
Αλλαγή του κόσμου, στη χριστιανική οπτική, σημαίνει απελευθέρωσή του από κάθε θάνατο, κυριολεκτικό και μεταφορικό: από κάθε τι που νεκρώνει την ανθρωπιά, που βάζει ημερομηνία λήξης στην αγάπη, που διακόπτει τον έρωτα, που κολοβώνει το δίκιο. Μέχρι τη θανάτωση του θανάτου, δηλαδή μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα, μέχρι να ακουστεί η ιαχή "Χριστός Ανέστη!", έχουμε πόλεμο - όχι άραγμα, όχι ανεμελιά. Έχουμε μπροστά μας δρόμο που περνά από Γολγοθά, από το κόστος δηλαδή, του να αντιπολιτεύεσαι τον κόσμο τούτο. Κι ο δρόμος δεν προκύπτει αυτόματα! Τον φτιάνει η πράξη. Σαρακοστή, λοιπόν, σημαίνει άσκηση στη διάκριση. Άσκηση στο να μην είμαι αδιάκριτος παμφάγος καταναλωτής ιδεών και καταστάσεων, αλλά πηδαλιούχος του εαυτού μου. Ικανός στο να διακρίνω τι δέχομαι και τι αρνούμαι. Η σαρακοστή, κοντολογίς, είναι πράξη βαθειά πολιτική και βαθειά θρησκευτική ταυτόχρονα. Και η πίστη στην Ανάσταση είναι πράξη για την Ανάσταση, στάση βαθειά πολιτική και βαθειά θρησκευτική ταυτόχρονα, η στάση όσων αρνούνται να αναγνωρίσουν το φασισταριό του θανάτου ως μοιραίο και αναπόφευκτο. Μεγάλη κουβέντα, και μακάρι να την αντέξουμε! Και γι' αυτό οι ευχές την περίοδο αυτή είναι ευχές για κουράγια. "Καλή Σαρακοστή" σημαίνει καλό δρόμο. Μα, "καλή Ανάσταση" σημαίνει πως ο δρόμος αυτός έχει ένα φτάσιμο: το καινούργιο που σπάζει τη μιζέρια και την υποτέλεια.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...